Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2020

Η Μυρτώ μας

 





Η Μυρτώ μας

        Και σήμερα πάλι τους τα χάλασε ο καιρός. Κάθε Σάββατο πρωί τα ίδια.               Αέρας, σύννεφα, βροχή. Από το απόγευμα και μετά χαρά Θεού.

« Σκας ή δε σκας ρε Πεντέχο, κάθε Σάββατο τα ίδια;», τηλεφώνησε ο Λέων στο φίλο του- κατά τις επτά το πρωί- για να του αναγγείλει ότι έξω πάλι χαλούσε ο κόσμος.

Περικλή τον έλεγαν το φίλο του, αυτός όμως τον φώναζε Πεντέχο επειδή κάθε φορά που του ζητούσαν δανεικά, εκείνος δήθεν έψαχνε στις τσέπες του και έλεγε: «Πέντε έχω, ίσα για έναν καφέ» και δε δάνειζε χρήματα σε κανέναν.

«Δε μας θέλει ρε Λέων, δεν το κατάλαβες;», του απαντούσε εκείνος ξεφυσώντας τον καπνό του τσιγάρου του ψηλά στο ταβάνι, έτοιμος να εκραγεί.

Έσπασαν τα νεύρα τους. Πού να πάνε για ψάρεμα με τέτοια κοσμοχαλασιά. Αφού τις τελευταίες δυο βδομάδες ούτε που άκουγαν το δελτίο καιρού. Ήξεραν από πείρα ότι το είχε πάρει συνήθειο ο Θεός να φυσάει και να βρέχει κάθε Σάββατο. Και δεν ήταν μόνο ότι δεν μπορούσαν να χαρούν το αγαπημένο τους χόμπι, είχαν επιπλέον και τις γυναίκες τους πάνω στο κεφάλι τους.

«Λέων, Σάββατο σήμερα, πετάξου ως το μανάβη να μου φέρεις δυο κιλά πατάτες», του έδωσε την πρώτη εντολή της μέρας η Πετρούλα

«Λέων, βοήθησέ με να κατεβάσω τις κουρτίνες. Λέων πιάσε να μεταφέρουμε τον καναπέ στην άλλη γωνία», εκτελούσε εκείνος που μόνο Λέων δεν ήταν μπροστά στην κυρά του.

Βροντούσε ο Λεωνίδας τη σακούλα με τα ψώνια μέσα στο νεροχύτη της κουζίνας, φώναζε εκείνη καθώς τον έβλεπε να πιάνει τις κουρτίνες με λερωμένα χέρια, έλεγε εκείνος τα πατέρημά του, χαλασμός Κυρίου και μέσα στο σπίτι.

«Περικλή!!!», τσίριζε η Ευτέρπη από το μπάνιο. «Φέρε μου γρήγορα το σεσουάρ από την ντουλάπα. Γρήγορα, πάγωσε το κεφάλι μου»

«Περικλή!!!», φώναζε πάλι η Ευτέρπη μ’ εκείνη την τσιριχτή φωνή που έσπαγε τύμπανα. «Σιγά θα σπάσουν οι καθρέφτες!!» ανταπαντούσε εκείνος

«Το μπουρνούζι μου καλέ, πού έβαλες το μπουρνούζι μου και πάγωσα;»

«Μμμμ!!! Έμαθε και το μπουρνούζι, τρομάρα της. Άκου μπουρνούζι ο αλατζάς της προίκας της!!», μονολόγησε οργισμένος ξεφυσώντας τα ντουμάνια του καπνού απ’ τα πνευμόνια του. «Τράβα να το βρεις μόνη σου» της είπε και αμέσως άρπαξε το ακουστικό του τηλεφώνου «Λεωνίδα, πάω στο καφενείο» είπε κοφτά στον φίλο του.. Καταλάβαινε ότι αν καθόταν κι άλλο με την Ευτέρπη δε θα του έβγαινε σε καλό.

«Σε μισή ώρα. Τώρα καθαρίζω κρεμμύδια για τις φακές που θα βράσει η κυρά», του απάντησε εκείνος και σα να του φάνηκε του Περικλή ότι ο Λεωνίδας έκλεγε.

«Κάνε γρήγορα, εγώ πάω», του έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο κι έφυγε τρέχοντας με το τσιγάρο στο στόμα και μιαν ομπρέλα παραμάσχαλα, αφήνοντας την Ευτέρπη να βρει μόνη της το μπουρνούζι , το βρακί της και ό,τι άλλο έψαχνε.

«Πεντέχο, αν αύριο το πρωί ανοίξει ο καιρός, φύγαμε», του πρότεινε ο Λεωνίδας ενώ έπιναν τον σκέτο και ντουμάνιαζαν το καφενείο με τα απανωτά τσιγάρα, έτσι για να τους φύγει η στεναχώρια.

«Σύμφωνοι. Πάνε είκοσι εννιά μέρες που δε πιάσαμε πετονιά στα χέρια μας, βρε τι Μάρτης ήταν αυτός;», είπε κι αμέσως άναψε άλλο τσιγάρο από την καύτρα του προηγούμενου.

Κυριακή πρωί, κατά τις έξι, χαρά θεού έξω. Σε δέκα λεπτά έτοιμοι. Ούτε πρωινό, ούτε καφέ, τίποτα.

«Που πας καλέ;» τον ρώτησε έκπληκτη με την τσίμπλα στο μάτι, η Πετρούλα.

«Για ψάρεμα», της απάντησε ξερά

«Και ποιος θα πάει τη μαμά στην εκκλησία Λεωνίδα;», διαμαρτυρήθηκε εκείνη και άρχισε αμέσως τον εξάψαλμο, αλλά ποιός την άκουγε. Εκείνος καιγόταν για ψάρεμα, δεν έβλεπε, δεν άκουγε τίποτα. Της απάντησε όμως, παρότι ήξερε καλά τις κατοπινές συνέπειες.

«Να κάνει το σταυρό της στο κονοστάσι»

«Λέων, κατάλαβες τι είπες τώρα;»

«Κατάλαβα», της απάντησε κοφτά και πριν προλάβει η Πετρούλα να του βγάλει μεγαλύτερη γλώσσα, εκείνος είχε βάλει ήδη μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου και βρέθηκε -πετώντας- στο σπίτι του φίλου του. Έτοιμος κι ο Περικλής. Τυχερός που δεν είχε να πάει πεθερά στην εκκλησία και γλίτωσε τη μουρμούρα.

Κοτσάρανε στα βιαστικά τη βαρκούλα τους τη Μυρτώ, σκοινιά, άγκυρα, δολώματα κι έφυγαν σα σίφουνες. Σε δέκα λεπτά στο λιμανάκι. Ο ουρανός πεντακάθαρος, η θάλασσα λάδι, να την περπατήσεις.

«Να ψαρέψουμε μέσα στον κόλπο, μη και βγάλει καιρό», πρότεινε ο Περικλής που ήξερε καλύτερα από το φίλο του τόσο τη Μυρτώ όσο και το ρούσικο βενζινοκίνητο πενταράκι του. Έπαιρνε μπροστά μια φορά στις δέκα, κι αν. Η Μυρτώ τους πάλι, μια σταλιά βαρκάκι, ίσα που χωρούσε τους δυο, τις πετονιές τους κι ένα κουβαδάκι για τα ψάρια. Όπου κάθονταν εκεί βιδώνανε. Ούτε αριστερά ούτε δεξιά. Την αγαπούσαν όμως σα να ήταν κόρη τους. Ήταν η ανάμνηση της αδικοχαμένης κόρης του Περικλή. Την καλαφάτιζαν, την έβαφαν κάθε χρόνο, άσπρη μπλε, την κανάκευαν, της έλεγαν τραγούδια της θάλασσας κι εκείνη ανταπέδιδε την αγάπη που της είχαν και τους πήγαινε όπου της ζητούσαν. “ Άντε Μυρτώ κοπέλα μου πήγαινέ μας σε καλό ψαροτόπι”, μέσα η Μυρτώ. ΄΄Άντε κόρη μου φτάνει, βγάλε μας σε κουράσαμε”, έξω η Μυρτώ. Είκοσι χρόνια δεν τους χάλασε χατίρι. Κομψό ξύλινο σκαρί, με περίτεχνα σκαλίσματα στην κουπαστή και μια μικρή γοργόνα στην πλώρη της, έσκιζε χαρούμενη πλαφ - πλουφ τα νερά της θάλασσας και τους πήγαινε αργά-αργά όπου της ζητούσαν αν βέβαια δεν μουλάρωνε το ρώσικο πενταράκι τους.

Και αυτή τη φορά, κατά το συνήθειο του, πήρε μπροστά με τη δέκατη προσπάθεια. Κάπως έτσι πήραν απο χρόνια την απόφαση και τον ρώσο τον βάφτισαν Vurlof. Στην αρχή και για κανένα πεντάλεπτο, έκανε έναν εκκωφαντικό θόρυβο, ξεσήκωνε το λιμανάκι στο πόδι, τον ήξεραν όλοι δεν τον παρεξηγούσε κανένας. Ύστερα όμως έστρωνε και προπέλιζε τα νερά της θάλασσας σηκώνοντας άσπρους αφρούς λες κι έκανε μπουγάδα.

«Στον κόλπο να μείνουμε», συμφώνησε και ο Λεωνίδας.

Γύρω τους δεν έβλεπαν άλλους ψαράδες. Έρημο το λιμανάκι.

«Μάλλον θα πήγαν τις πεθερές τους στην εκκλησία», σιγοψιθύρισε ο Λεωνίδας και χαμογέλασε πονηρά κάτω απ’ το στριφτό μουστάκι του. Τον πήρε όμως το αυτί του Περικλή.

«Ποιες πεθερές ρε χαμένε, τι λες;»

«Άσε τυχεράκια, κάτι δικά μου λέω», του απάντησε κι αμέσως ροτάρισαν τη βάρκα για να μη χάνουν καιρό. Όλα έγιναν κατά το συνήθειο και σε πέντε λεπτά βρέθηκαν πάνω στα σημάδια τους. Άπλωσαν τις πετονιές τους, δόλωσαν γαριδάκι κατεψυγμένο και άρχισε το πανηγύρι. Σπάρους θες, γόπες και σαφρίδια, όλα σπαρταρούσαν μέσα στον κουβά.

«Πάλι γόπα!!!»

«Πάλι σπάρος!!!»

«Πεντέχο, πάμε πιο μέσα για κανένα καθαρό, μπουνάτσα βλέπω;», πρότεινε ο Λεωνίδας την ώρα που μουρμούριζαν επειδή δεν είχαν πιάσει κανένα λυθρίνι ή κάτι καλύτερο. Εκείνος, έριξε μια ερευνητική ματιά στον ουρανό και μια στη θάλασσα, δεν είδε κανένα ύποπτο σημάδι, έβγαλε μετεωρολογικό δελτίο και πήρε απόφαση, «Πάμε» του είπε. Έφεραν βόλτα τον Vurlof , με την έκτη πήρε μπροστά και η Μυρτούλα τους όλο χαρά, έβαλε πλώρη για τα βαθιά.

Τι το ήθελαν; Ίσα που δόλωσαν και κατέβασαν τις πετονιές τους άρχισε να σγουραίνει η θάλασσα και η Μυρτώ τους να χάνει σιγά-σιγά τα λικνίσματα της , σε λίγο και την ισορροπία της. Ο ουρανός, εκεί που πριν λίγο ήταν πεντακάθαρος, ξαφνικά και αναπάντεχα γέμισε με κατάμαυρα σύννεφα που έτρεχαν πάνω απ’ τα κεφάλια τους με δαιμονισμένη ταχύτητα. Ήταν θέμα λίγων λεπτών να ξεσπάσει το μπουρίνι.

Πανικοβλημένοι, πέταξαν τις απλωμένες πετονιές τους στη θάλασσα.

«Δε μας άρεσαν οι γόπες θέλαμε και λυθρίνια, τρομάρα μας!!!», μουρμούρισε ο Λεωνίδας.

«Λεωνίδα, εγώ την άγκυρα, εσύ τη μηχανή», διέταξε ο Περικλής, ο καπετάνιος. Λάθος, ολέθριο λάθος, αλλά πάνω στον πανικό τους πού μυαλό για σωστές κινήσεις. Μόλις η άγκυρα ήρθε επάνω, η Μυρτώ γύρισε στα πλάγια και ένα κατάμαυρο κύμα την πέταξε με μιας δέκα μέτρα μακριά και τη γέμισε νερά. Οι δύο φίλοι ίσα που πρόλαβαν και κρατήθηκαν από τα σχοινιά της κουπαστής. Ο Vurlof μουλάρωσε, έβγαζε ένα ήχο σαν ροχαλητό ανθρώπου αλλά δεν έλεγε να πάρει μπροστά. Πιάστηκαν τα χέρια του Λεωνίδα τράβα και ξανατράβα το κορδόνι του βολάν της μηχανής. Τον παράτησε βρίζοντάς τον κι άρχισε με τις χούφτες του να βγάζει τα νερά από τη Μυρτώ. Ο Περικλής, με τα κουπιά στα χέρια, προσπαθούσε να κρατήσει το βαρκάκι τους στα όρτσα. Ο αέρας, όλο και πιο δυνατός, σφύριζε στ’ αυτιά τους και μεγάλωνε τον πανικό τους. Τα κύματα δυνάμωσαν κι αυτά και πλημμύριζαν από παντού τη Μυρτώ. Μούσκεψαν μέχρι το μεδούλι. Με τις χούφτες έβλεπαν ότι δε γίνεται τίποτα. Τα νερά είχαν φτάσει σχεδόν μέχρι την κουπαστή και ήταν θέμα λίγων λεπτών να βουλιάξουν .

«Περικλή, κράτα την στα όρτσα, θα πνιγούμε», φώναξε με γουρλωμένα μάτια ο Λεωνίδας, που έβλεπε το κακό να έρχεται κι άρπαξε αμέσως τον κουβά. Πέταξε τα ψάρια στη θάλασσα και με βιασύνη άδειαζε το νερό από τη Μυρτώ . Η δόλια, έβαζε όση δύναμη είχε για να τους κρατήσει πάνω της, φαινόταν όμως ότι δε θα άντεχε για πολύ. Τα κύματα έρχονταν απανωτά το ένα πίσω απ’ το άλλο και της έκοβαν τα γόνατα. Έκανε προσπάθειες να βγει στο αφρό, ένα κύμα όμως πιο δυνατό ερχόταν καταπάνω τους κι ύστερα άλλο ένα και τους ξανακάθιζε μέχρι την κουπαστή. Της έδινε λίγες ανάσες ο Λεωνίδας βγάζοντας πέντε έξι κουβαδιές νερό και τότε εκείνη κατάφερνε με κόπο να βγάλει για λίγο την πλώρη της στον αφρό, αλλά για λίγο, ίσα- ίσα για καναδυό αναπνοές κι ύστερα πάλι μέσα.

«Κράτα κόρη μου, κουράγιο μικρούλα μου», την ενθάρρυνε ο Περικλής, που άφησε για μια στιγμή τα κουπιά και της χάιδεψε στοργικά των πλώρη την ώρα που εκείνη έπαιρνε μια-δυο βιαστικές ανάσες.

«Στα όρτσα!!!, στα Όρτσα!!!», φώναζε κάθε τόσο ο Λεωνίδας.

«Κόπηκα, δε μπορώ άλλο», απαντούσε ξεψυχισμένα εκείνος.

Τώρα, εκτός από το δυνατό αέρα και τα κύματα που τους χτυπούσαν μανιασμένα είχαν και την καταιγίδα που έκατσε για τα καλά πάνω στα κεφάλια τους. Μαυρίλα παντού. Ουρανός και θάλασσα στο ίδιο χρώμα, κατάμαυρο. Θα είχε περάσει μια ολόκληρη ώρα από τότε που έχασαν το χωριό τους από τα μάτια τους. Το μπουρίνι τους έσπρωχνε στ’ ανοιχτά, τέσσερα μίλια τουλάχιστον έξω από το λιμανάκι κι όλο τους πήγαινε. Σημάδι ζωής πουθενά, ούτε βάρκα ούτε καν ψαροπούλι στον ορίζοντα.

«Ξεφορτώσου τον Vurlof ν΄αλαφρώσουμε », ακούστηκε επιτακτική η φωνή του Περικλή που εξουθενωμένος πλέον προσπαθούσε, με τα κουπιά στα χέρια, να κρατήσει όπως-όπως τη Μυρτώ τους στα όρτσα.

«Τον πέταξα τον ακαμάτη!!!», γρύλισε ο Λεωνίδας που με δυο κινήσεις ξεβίδωσε τις πεταλούδες που τον κρατούσαν στη βάρκα και τον έστειλε στο βυθό της θάλασσας.

«Άι σιχτίρ από δω, μας έσκασες είκοσι χρόνια», τον έβρισε πρώτα κι ύστερα ξανάπιασε τον κουβά κι άρχισε πάλι να αδειάζει τα νερά από τη Μυρτώ τους που σχεδόν είχε γονατίσει απ’ το βάρος που κουβαλούσε πάνω της.

Όσο περνούσε η ώρα τα κύματα θέριευαν. Δυνατοί άντρες και οι δυο, παρά τα εξήντα τόσα χρόνια τους, αλλά η μανία της θάλασσας τους εξουθένωσε γρήγορα. Κρατιόταν με δυσκολία πάνω στη Μυρτώ που αγκομαχούσε κι αυτή μαζί με τα αφεντικά της. Ήταν η ώρα για την προσευχή τους. Πάλευαν με το αγριεμένο θεριό όσο μπορούσαν αλλά καταλάβαιναν ότι, χωρίς βοήθεια απ’ έξω, ήταν οριστικά χαμένοι. Το έβλεπαν μπροστά τους, γύρω τους. Παντού αντάρα και θεόρατα αφρισμένα κύματα που απειλούσαν να τους στείλουν, από στιγμή σε στιγμή, στον πάτο της θάλασσας. Σωστή κόλαση. Οι παλάμες του Περικλή είχαν ματώσει καθώς έσφιγγε τα κουπιά και προσπαθούσε να κρατήσει τη βαρκούλα τους κόντρα στον καιρό. Ο Λεωνίδας, σαν σύγχρονος Σίσυφος, μάταια πάσχιζε να απαλλάξει τη Μυρτώ από το βάρος του νερού. Εκείνη πάλι, κουρασμένη από την κόντρα της με τα κύματα, έτριζε τους αρμούς της, όμοιο μοιρολόι στ’ αυτιά των δύο φίλων, έτοιμη από λεπτό σε λεπτό να διαλυθεί. Δυο ώρες αγωνίας και οι δυνάμεις τους ελάχιστες. Τους ήταν αδύνατο να τα βάλουν με το στοιχειό και να είναι αυτοί οι νικητές. Κι όταν πλέον οι δυνάμεις τους στέρεψαν, τους κυρίεψε ολότελα ο πανικός και τότε, παράτησαν κουπιά και κουβάδες κι έστρεψαν το βλέμμα τους στον ουρανό κι άρχισαν να προσεύχονται.


***


Έτρεμαν τα κορμιά τους από το κρύο και την εξάντληση κάτω στο μηχανοστάσιο του ψαροκάικου, όπου τους απίθωσε λιπόθυμους ο Γιακουμής, ο φίλος τους, ο πιο θαρραλέος καπετάνιος του κόλπου της Κασσάνδρας, που λογάριασε τις ζωές τους πιο πάνω από το δικό του κίνδυνο, κόντρα στην κόντρα με το στοιχειό και τους έσωσε. Έπιασαν απάνεμα στο Πόρτο Κουφό

«Σώθηκαααααν!!! Σώθηκαααααν, σας λέω!!!!», φώναζε και κουνούσε πέρα-δώθε τα χέρια του από μακριά ο Γιακουμής για να στείλει, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, τη χαρμόσυνη είδηση στις γυναίκες τους και σε όλο το χωρίο, που μουσκεμένοι όλοι μέχρι το κόκαλο περίμεναν στο μόλο με αγωνία την καλή είδηση. Παράτησε την τιμονιέρα ο καπετάνιος και χοροπηδούσε απ’ τη χαρά του, σα μικρό παιδί, πότε στην πλώρη και πότε πάνω στις κουπαστές φωνάζοντας συνέχεια «Σώθηκααααν, σώθηκαααααν»


Σώθηκαν, όχι όμως όλοι τους. Πίσω τους άφησαν, χωρίς να το καταλάβουν, την αγαπημένη τους Μυρτώ, την κορούλα τους. Δεν κράτησε το σκοινί που την έσερναν και πήγε η δύστυχη να ξεκουραστεί για πάντα στη βάθη της θάλασσας.

Οι δυο φίλοι ξέκοψαν για λίγο από τις αγκαλιές και τα αναφιλητά των δικών τους κι ενώ η καταιγίδα δεν είχε κοπάσει ακόμα, περπάτησαν μέχρι το ψηλότερο σημείο του λιμανιού, διακόσια μέτρα δρόμος κι αγνάντεψαν πέρα στο αγριεμένο πέλαγος, μη και κατά τύχη δουν κάποιο σημάδι της Μυρτούλας τους. Αναστέναξαν κι οι δυο με πίκρα.

«Έχασα για δεύτερη φορά την κορούλα μου Λεωνίδα» ψέλλισε με δυσκολία ο Περικλής και ξέσπασε σε αναφιλητά.

«Κρίμα που δεν την είδαμε την ώρα που έφευγε, θα κάναμε τα πάντα για να την σώσουμε».

«Έκανε το χρέος της μέχρι το τέλος. Κρίμα που την πήραμε στο λαιμό μας, κρίμα που δεν προλάβαμε να της πούμε τουλάχιστον ούτε το στερνό μας αντίο».

Κρίμα.

12-3-2006

Λάμπρος Βρυσάκης

Η Μυρτώ μας

  Η Μυρτώ μας         Και σήμερα πάλι τους τα χάλασε ο καιρός. Κάθε Σάββατο πρωί τα ίδια.               ...